- διατυμπανίζω
- διατυμπανίζω, διατυμπάνισα βλ. πίν. 33
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
διατυμπανίζω — διαλαλώ με θόρυβο σαν με τυμπανοκρουσία … Dictionary of Greek
διατυμπανίζω — διατυμπάνισα, διατυμπανίστηκα, διατυμπανισμένος, κοινοποιώ με τρόπο προκλητικό και έντονο: Διατυμπανίζει ότι είναι ο καλύτερος μουσικός της ορχήστρας … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
προδιαθρυλώ — έω, Μ διαθρυλώ, διαλαλώ, διατυμπανίζω κάτι εκ τών προτέρων. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + διαθρυλῶ «διαφημίζω, διατυμπανίζω»] … Dictionary of Greek
διαβοώ — (AM διαβοῶ, έω) κοινολογώ, φωνάζω δυνατά, διακηρύσσω, διατυμπανίζω 2. μέσ. διαμαρτύρομαι φωνασκώντας 3. παθ. είμαι ή γίνομαι πασίγνωστος 4. εξυμνούμαι, επαινούμαι … Dictionary of Greek
διαθρυλώ — (Α διαθρυλῶ, έω) [θρυλώ] διαφημίζω, διαλαλώ, διατυμπανίζω μσν. παθ. είμαι διάσημος, με περιβάλλει θρύλος αρχ. παθ. διαθρυλοῡμαι α) διαφημίζομαι β) ξεκουφαίνομαι από την αδιάκοπη ομιλία κάποιου … Dictionary of Greek
διαλαλώ — (AM διαλαλῶ, έω) μσν. νεοελλ. 1. διακηρύσσω, κοινοποιώ μεγαλόφωνα 2. διαδίδω, διατυμπανίζω, διασαλπίζω 3. (για εμπόρευμα κ.λπ.) διαφημίζω κατά τρόπο επίμονο 4. διαδίδω μυστικό, κοινολογώ μυστικό 5. εκποιώ σε δημοπρασία 6. εκθέτω, διαπομπεύω… … Dictionary of Greek
διασαλπίζω — (Μ διασαλπίζω) διαλαλώ, διατυμπανίζω … Dictionary of Greek
διατυμπάνιση — η και ισμός, ο [διατυμπανίζω] διαλάληση, ευρεία και θορυβώδης διάδοση … Dictionary of Greek
διαφημίζω — (ΑΝ) διαδίδω, διασπείρω τη φήμη κάποιου σ όλους, κάνω κάτι γνωστό, διαλαλώ, διατυμπανίζω νεοελλ. 1. επαινώ δημόσια πρόσωπο ή πράγμα, ρεκλαμάρω («διαφημίζει τα κατορθώματά του») 2. επαινώ τις ιδιότητες, την ωφέλεια ενός πράγματος με σκοπό την… … Dictionary of Greek
εκθροώ — ἐκθροῶ ( έω) (AM) μσν. εκφοβίζω αρχ. 1. ανακοινώνω θορυβωδώς, διατυμπανίζω, διαφημίζω 2. παθ. αναπηδώ έντρομος … Dictionary of Greek